- τσαούσης
- ο, θηλ. τσαούσα, Ν1. (το αρσ.) α) βαθμός υπαξιωματικού τού τουρκικού στρατού, αντίστοιχος προς τον βαθμό τού λοχίαβ) (παλαιότερα) i) διαγγελέαςii) πολιτικός σύμβουλος αρχηγού σώματος σε εκστρατείαiii) διοικητής απομακρυσμένης επαρχίας ή νήσου2. (αρσ. και θηλ.) μτφ. α) άνθρωπος θρασύς και ιδιότροποςβ) γλωσσάς, φλύαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cavuş].
Dictionary of Greek. 2013.